- ἐνταφιάζει
- ἐνταφιάζωprepare for burialpres ind mp 2nd sgἐνταφιάζωprepare for burialpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεκροστόλος — νεκροστόλος, ον (Α) αυτός που ενταφιάζει τους νεκρούς ή αυτός που μεταφέρει τους νεκρούς στον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + στόλος (< στέλλω), πρβλ. πομπο στόλος, ψυχο στόλος) … Dictionary of Greek
Σοφοκλής — I Αρχαίος Έλληνας τραγικός (Αθήνα 496 406 π.Χ.). Γιος ενός οπλοποιού, το 480 ήταν επικεφαλής του νικητήριου χορού των εφήβων κατά τον εορτασμό της νίκης της Σαλαμίνας. Το 468 σημείωσε την πρώτη νίκη στους δραματικούς αγώνες νικώντας τον Αισχύλο… … Dictionary of Greek
ενταφιαστής — ο αυτός που ενταφιάζει, ο νεκροθάφτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)